Δεσποτικό

Στο κέντρο των Κυκλάδων βρίσκεται το «παριανό αρχιπέλαγος», ένα ιδιαίτερο σύμπλεγμα νησιών γύρω από την Πάρο που περιλαμβάνει την Αντίπαρο, το Δεσποτικό, το Τσιμηντήρι, το Στρογγυλό, το Σάλιαγκο, τα Πατερονήσια, το Ρεματονησί και άλλες μικρότερες νησίδες. Στην νότια πλευρά του συμπλέγματος βρίσκεται το ακατοίκητο νησί Δεσποτικό, σχεδόν δεκατρία ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά της Πάρου και μόλις μισό μίλι δυτικά της Αντιπάρου, με την οποία κατά την αρχαιότητα ήταν ενωμένο. Εδώ και χιλιετίες η ιστορία του νησιού είναι άρρηκτα δεμένη με αυτή της Αντίπαρου και της Πάρου.
Πάρος. Ο συγκερασμός ποικίλων παραμέτρων, όπως της καίριας γεωγραφικής θέσης της Πάρου πάνω στις εμπορικές θαλάσσιες διαδρομές που συνδέουν την Κρήτη, τη Μικρά Ασία, την Ανατολή και τις Κυκλάδες με την Ηπειρωτική Ελλάδα, του υπήνεμου μεγάλου λιμανιού στη σημερινή Παροικιά, του ήπιου κλίματος και του πλούτου της γης υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την ακμή του νησιού, ιδιαίτερα κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή (6ος -5ος αι.π.Χ). Η αρχαία πόλη της Πάρου, η «Παρίων πόλις», αναδείχθηκε σε μία από τις πιο ισχυρές και πλούσιες νησιωτικές πόλεις. Στην εδαφική και πολιτική επικράτεια της ανήκε η Αντίπαρος (αρχαία Ωλίαρος) και το σημερινό Δεσποτικό (αρχαία Πρεπέσινθος).
Η αρχαϊκή περίοδος (7ος – 6ος αι. π.Χ.) είναι η «χρυσή εποχή» του νησιού, αφού γνωρίζει σημαντική οικονομική και πολιτιστική ακμή, λόγω της κεντρικής θέσης του στο Αιγαίο και της εκμετάλλευσης των λατομείων μαρμάρου, του περίφημου παριανού λυχνίτη. Ήδη από τον πρώιμο 7ο αι.π.Χ. οι δραστηριότητες των Παρίων επεκτείνονται ως την Προποντίδα, όπου ιδρύουν την αποικία Πάριον (710/705 π.Χ.) και στη Θάσο όπου ιδρύουν την ομώνυμη αποικία (680/670 π.Χ.). Η συστηματική εκμετάλλευση του μαρμάρου ξεκινά τον 7ο αι.π.Χ. και έως τα κλασικά χρόνια παίρνει τεράστιες διαστάσεις, καθώς γίνεται περιζήτητο σε όλη τη Μεσόγειο και αποτελεί τη βασική πηγή πλούτου του νησιού, αλλά και την αιτία για τη δημιουργίας μιας μοναδικής σχολής γλυπτικής με πανελλήνια ακτινοβολία Κάποιοι από τους πιο γνωστούς παριανούς γλύπτες ήταν ο Αριστίων, ο Παλίων, ο Πλάτθις, ο Αγοράκριτος και ο Σκόπας.
Σταδιακά, λόγω της εντατικής εκμετάλλευσης του μαρμάρου το άστυ των Παρίων μεταμορφώθηκε σε μια κυριολεκτικά μαρμάρινη πόλη. Μέσα σε κλίμα οικονομικής και εμπορικής ευφορίας και πολιτικής φιλοδοξίας για κυριαρχία και επέκταση στο Αιγαίο οι Πάριοι από τον 6ου αι.π.Χ. επενδύουν σημαντικό πλούτο τόσο στο πανιώνιο ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο, όπου οι παραδοσιακοί ανταγωνιστές τους Νάξιοι έχουν εδραιώσει την παρουσία τους έναν αιώνα νωρίτερα και οι Αθηναίοι εμφανίζονται ως ανερχόμενη ηγετική δύναμη, αλλά και στο δικό τους νησί κτίζοντας πολλούς ναούς και δημόσια κτίρια. Από τα αρχαιολογικά δεδομένα συνάγεται ότι από τα μέσα του 6ου αι.π.Χ. έως τις αρχές του 5ου αι.π.Χ. συντελείται στην Πάρο ένα δαπανηρό και φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα για την ανέγερση λατρευτικών κτιρίων. Ανασκαφικά ευρήματα, επιγραφές, διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη και γραπτές πηγές μαρτυρούν την ύπαρξη ιερών σε όλο το νησί. Στο κέντρο του άστεως, ειδικότερα, ιδρύονται τρεις ναοί (ναός της Αθηνάς, ναοί B και C), ενώ στην άμεση περιφέρεια της πόλης δύο ιερά του Απόλλωνα (Δήλιο, Πύθιο), το ιερό της Δήμητρας και της Kόρης (Θεσμοφόριο), το ηρώο του ποιητή Αρχίλοχου.
Οι Πάριοι όμως με στόχο την ισχυροποίηση της γεωπολιτικής και οικονομικής παρουσίας τους στο κεντρικό Αιγαίο αποφασίζουν στα μέσα του 6ου αι.π.Χ. την ίδρυση ενός μεγάλου ιερού εκτός άστεως, στο σημερινό νησί Δεσποτικό, Το ιερό αφιερώνεται στον Απόλλωνα και ιδρύεται σε μία θέση που κατοικείται από την Γεωμετρική περίοδο, έχει και λατρευτικό χαρακτήρα, καθώς και το βασικότερο γεωγραφικό χαρακτηριστικό για την ανάπτυξη ενός υπερ-τοπικού θρησκευτικού κέντρου, την ύπαρξη ενός πολύ καλά προστατευμένου λιμανιού.

Τα πρωιμότερα ίχνη κατοίκησης στο Δεσποτικό ανάγονται στην Πρωτοκυκλαδική Περίοδο (3η χιλ. π.Χ.). Σε δύο θέσεις στη νότια πλευρά του νησιού, στο Λιβάδι και στα Ζουμπάρια, ανεσκάφησαν στα τέλη του 19ου αι. από τον Χρήστο Τσούντα δύο πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία με κιβωτιόσχημους τάφους που περιείχαν αγγεία, μαρμάρινα σκεύη, κοσμήματα και ειδώλια που εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Περισσότεροι τάφοι ήρθαν στο φως στα Ζουμπάρια το 1959 από το Ν. Ζαφειρόπουλο. Ίχνη οικιστικών εγκαταστάσεων έχουν εντοπιστεί πρόσφατα στις θέσεις Χειρόμυλος και Ζουμπάρια.  

Η επόμενη φάση κατοίκησης στο νησί χρονολογείται στη Γεωμετρική Εποχή (9ος-8oς αι.π.Χ.), όταν στη θέση Μάντρα, στη βορειοανατολική χερσόνησο του νησιού, ιδρύεται εγκατάσταση με λατρευτικό χαρακτήρα. Στην ίδια θέση στα αρχαϊκά χρόνια η πόλη της Πάρου ιδρύει το μεγάλο ιερό του Απόλλωνα που λειτουργεί έως και τα ελληνιστικά χρονιά. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο το ιερό παύει να λειτουργεί και τα κτίρια του επαναχρησιμοποιούνται για κατοίκηση έως την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (6ος αι.π.Χ.). Μετά από αιώνες εγκατάλειψης η θέση ξανακατοικείται στην υστεροβυζαντινή περίοδο, έως και τον 17ο αιώνα. Η τύχη του Δεσποτικού ήταν άρρηκτα συνδεδεµένη µε την κοντινή του Αντίπαρο. Έτσι, µαζί µε αυτή πέρασε στη δικαιοδοσία των Ενετών, αρχικά του Οίκου των Σανούδων το 1207 και στη συνέχεια σε άλλους Ενετούς άρχοντες έως το 1537, όταν η Αντίπαρος και τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων πέρασαν στους Οθωµανούς. Μάλιστα πολλά αρχιτεκτονικά μέλη από τα κτίρια του ιερού έχουν μεταφερθεί και επαναχρησιμοποιηθεί στο ενετικό κάστρο της Αντιπάρου. Η εγκατάσταση των ύστερων βυζαντινών χρόνων θεμελιώθηκε πάνω στα αρχαία κτίρια και ταυτίζεται με το καστέλο που διακρίνεται σε χάρτες και γκραβούρες του 15ου, 16ου και 17ου αιώνα.  Το 1657, ως πράξη αντεκδίκησης για την παράδοση του πειρατή Δανιέλ στους Τούρκους, ο οικισμός στο Δεσποτικό λεηλαλείται από Γάλλους πειρατές και έκτοτε το νησί εγκαταλείπεται οριστικά. Το 1756 περιέρχεται στην ιδιοκτησία του Μυκονιάτη Τζωρτζή Μπάο και του Παριανού Δεσπότη Πέτρου Μαυρογένη. 

Τα τελευταία διακόσια χρόνια Αντιπαριώτες βοσκοί έχουν εγκαταστήσει στο νησί μαντριά ζώων, το μεγαλύτερο από αυτά στη θέση Μάντρα, πάνω στα αρχαία κατάλοιπα του ιερού του Απόλλωνα, χρησιμοποιώντας οικοδομικό υλικό από τα κτίρια του ιερού. Ωστόσο, το πλήθος και η σηµασία των αρχαιολογικών θέσεων έχουν καταστήσει πλέον το Δεσποτικό αρχαιολογικό χώρο απολύτου προστασίας. Παράλληλα προστατεύεται και από τη δασική υπηρεσία εξαιτίας της ιδιαίτερης κυκλαδίτικης βλάστησης, που συνίσταται από κέδρους, φίδες και έρποντα κυπαρίσσια, καθιστώντας το ένα νησί ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. 

Το Δεσποτικό βρίσκεται δεκατρία ναυτικά μίλια δυτικά της Πάρου και ανατολικά της Σίφνου. Η ανατολική ακτογραμμή του απέχει σχεδόν μισό μίλι από την παραλία του Αγίου Γεωργίου, στη νοτιοανατολική ακτής της Αντιπάρου. Ανάμεσα στα δύο νησιά βρίσκεται η νησίδα Τσιμηντήρι. Το Δεσποτικό έχει συνολική έκταση 7.650 τ.µ. Το ανάγλυφο του συνίσταται από βραχώδεις εκτάσεις, ψηλούς λόφους στο εσωτερικό, σχετικά απόκρημνες ακτογραμμές και λίγους κόλπους, ο μεγαλύτερος των οποίων σχηματίζεται στη νότια πλευρά, στη θέση Λιβάδι.  Η πιο εύκολη πρόσβαση στο νησί ενδείκνυται να γίνει από τις περιοχές της Παναγίας και της Μάντρας στην ανατολική ακτή, καθώς είναι ιδιαίτερα προστατευμένη από τις καιρικές συνθήκες λόγω του φυσικού υπήνεµου λιµανιού που σχηματίζεται µεταξύ Αντιπάρου, Δεσποτικού και Τσιµηντηρίου. 

Όπως και σε όλες τις Κυκλάδες, η στάθμη της θάλασσας έχει ανέβει τουλάχιστον δύο μέτρα τις τελευταίες τρεις χιλιετίες. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες στην υποθαλάσσια περιοχή του κόλπου του Δεσποτικού, τα τρία νησιά ήταν ενωμένα. Πολύ κοντά στην ακτή της Αντιπάρου εντοπίστηκε  κτιστό πηγάδι, μία ιδιαίτερης κάτοψης τετράγωνη κατασκευή με εσωτερικά θρανία που συνδέεται με δυο ορθογώνιες κατασκευές, καθώς και ένας επιμήκης τοίχος. Κατά μήκος της ανατολικής ακτογραμμής του Δεσποτικού, κοντά στο εκκλησάκι της Παναγίας υπάρχουν κανάλια λαξευμένα στον φυσικό βράχο, παρόµοια µε αντίστοιχα στην Πάρο και την Αντίπαρο, η χρήση των οποίων έχει ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως. 

Η θέση Μάντρα βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού, στο πλάτωµα μιας μεγάλης χερσονήσου, στη βόρεια είσοδο του υπήνεµου κόλπου που σχηµατίζεται µεταξύ Αντιπάρου, Τσιµηντηρίου και Δεσποτικού, απέναντι από τον Άγιο Γεώργιο Αντιπάρου. Το όνομα της θέσης οφείλεται στη µάντρα των ζώων τπου λειτουργεί στην περιοχή από το 19ο αιώνα και σήμερα ανήκει στον αντιπαριώτη Πέτρο Μαριάνο. 

Η αρχαιολογική σημασία της είναι γνωστή από τον 19ο αιώνα από μία σύντομη αναφορά του άγγλου περιηγητή Th. Bent για την ύπαρξη θεμελίων αρχαίων κτιρίων κοντά σε ένα μαντρί στη βόρειοανατολική πλευρά του νησιού. Το 1959 ο έφορος αρχαιοτήτων Νικόλαος Ζαφειρόπουλος πραγματοποίησε ολιγοήμερη έρευνα στη θέση, κατά την οποία έφερε στο φως κτίριο που ερμήνευσε ως ρωμαϊκή οικία, στην οποία είχαν επαναχρησιμοποιηθεί αρχιτεκτονικά μέλη αρχαϊκού δωρικού κτιρίου. Το 1985 οι αρχιτέκτονες G. Gruben, M. Schuller, K. Schnieringer και A. Ohnesorg από το Πολυτεχνείο του Μονάχου δημοσίευσαν τα δωρικά µέλη που είχαν έρθει στο φως κατά την ανασκαφή του Ζαφειρόπουλου και άλλα που ήταν διάσπαρτα ή εντοιχισμένα στη μάντρα, τα οποία απέδωσαν σε υστεροαρχαϊκό οικοδόμημα (500-490 π.Χ.). 

Ο γράφων επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη θέση Μάντρα το 1996 με ομάδα της ΚΑ΄ Εφορείας Προιστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (νυν Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων). Μετά από σύντοµη επιφανειακή έρευνα στην οποία εντοπίστηκαν αρχαίοι µαρµάρινοι δόµοι, αρχιτεκτονικά μέλη, όστρακα και µερικώς ορατοί τοίχοι ξεκίνησε η ανασκαφική έρευνα, η οποία συνεχίζεται έως και σήµερα. Οι πρώτες έρευνες από το 1997 έως το 2000 είχαν σωστικό χαρακτήρα και επικεντρώθηκαν στην περιοχή δυτικά της στάνης. Το 2001 ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφή του χώρου µε την οργάνωση προγράµµατος εθελοντικής εργασίας φοιτητών ελληνικών και ξένων πανεπιστηµίων. Λόγω της ανάγκης επέκτασης της ανασκαφής το 2002 απομακρύνθηκε η στάνη του βοσκού και κατασκευάστηκε καινούρια, μακριά από τον αρχαιολογικό χώρο. 

Σήμερα, μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια ερευνών στη θέση, έχει αποκαλυφθεί ένα μεγάλο αρχαϊκό ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Η αποκάλυψη του άλλαξε ραγδαία το αρχαιολογικό τοπίο των αρχαϊκών Κυκλάδων, αφού πρόκειται για ένα άγνωστο µέχρι πρότινος κυκλαδικό ιερό, το οποίο δεν αναφέρεται σε καµία γνωστή αρχαία πηγή, ενώ η έκταση και ο πλούτος του μπορούν να συγκριθούν μόνο με το ιερό της Δήλου. 

Το ιερό άκμασε στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο (β΄μισό 6ου αι.π.Χ.), αλλά τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας στην περιοχή ανάγονται στη γεωμετρική περίοδο (9ος-8ος  αι.π.Χ). Παρά την απουσία γραπτών πηγών για την ίδρυση και λειτουργία του ιερού, τα έως τώρα γνωστά ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία συνηγορούν στην ίδρυση και διαχείρισή του από την πόλη της Πάρου. Ο έλεγχος ενός τόσο μεγάλου εξωαστικού ιερού- του μεγαλύτερου στις Κυκλάδες μετά από το πανιώνιο ιερό της Δήλου- σαφώς υποδηλώνει την ανάγκη των Παρίων για επέκταση της γεωγραφικής, οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας τους στο κεντρικό Αιγαίο. 

Η άρτια οργάνωσή του ιερού, η αρχιτεκτονική των λατρευτικών και μη κτιρίων και ο πλούτος των αναθημάτων του είναι ενδεικτικά της αίγλης και της εμβέλειας ενός θρησκευτικού κέντρου με υπερ-τοπική εμβέλεια, στο οποίο κατεξοχήν λατρευόµενη θεότητα ήταν ο Απόλλωνας, όπως μαρτυρούν δεκάδες ενεπίγραφων οστράκων από αγγεία του 6ου και 5ου αι.π.Χ.  Πιθανή είναι η λατρεία και της αδερφής του Απόλλωνα, Άρτεµης, αφού το είδος των ευρηµάτων συνάδει τόσο με λατρεία ανδρικής θεότητας (πλήθος θραυσμάτων κούρων, εγχειρίδια, λόγχες, αγροτικά εργαλεία,), όσο και γυναικείας (κοσµήµατα, εξαρτήµατα ένδυσης, ειδώλια γυναικείων µορφών, τµήµα γυναικείου αγάλµατος). Στην κλασική περίοδο λατρευόταν στο ιερό και η θεά Εστία µε το επίθετο «Ισθµία». 

Η ανασκαφή έως σήμερα έχει φέρει στο φως δεκαοκτώ κτίρια που χρονολογούνται από τους γεωμετρικούς έως τους κλασικούς χρόνους. Ο πυρήνας του ιερού αναπτύχθηκε στο ψηλότερο και μεγαλύτερο πλάτωμα της χερσονήσου της Μάντρας, έχει απρόσκοπτη θέα προς την Αντίπαρο, την Πάρο και τη Σίφνο, και σταδιακά τα βοηθητικά κτίρια του ιερού εξαπλώθηκαν σε όλη την έκταση της χερσονήσου, έως το λιμάνι.

Πρώιμη εγκατάσταση. Στην περιοχή όπου τον 6ο αι.π.Χ. ανεγέρθη ο ναός και το τελετουργικό εστιατόριο είχε αναπτυχθεί ο πυρήνας της γεωμετρικής εγκατάστασης. Ακριβώς μπροστά από το ναό και το αρχαϊκό κτίριο Δ ήρθαν στο φως δύο αποσπασματικά σωζόμενα κτίρια, το Ο, που χρονολογείται στον ύστερο 9ο αι. π.Χ. και έχει ελλειψοειδή κάτοψη και το ορθογώνιο κτίριο Ξ που χρονολογείται λίγο αργότερα, στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. Κοντά στα κτίρια και ακριβώς κάτω από το αρχαϊκό κτίριο Δ, αποκαλύφθηκε μέσα σε στρώμα καμένου χώματος πληθώρα οστών ζώων και διακοσμημένης κεραμεικής που χρονολογείται στα γεωμετρικά και πρώιμα αρχαϊκά χρόνια (9ος -7ος αι.π.Χ) και πιθανότατα συνδέονται με την προετοιμασία και την τέλεση λατρευτικών γευμάτων. 

Αρχαϊκό ιερό. Πυρήνας του αρχαϊκού ιερού ήταν το Τέμενος που αναπτύχθηκε στην περιοχή της πρωιμότερης λατρευτικής εγκατάστασης. Οριοθετείται από περίβολο τετράγωνης κάτοψης. εκτάσεως περί τα 2,5 στρέμματα. Στη δυτική πλευρά του με προσανατολισμό προς το φυσικό λιμάνι, όπου θα προσάραζαν τα πλοία και οι πιστοί, δεσπόζουν ο ναός και το τελετουργικό εστιατόριο. Στο κέντρο του περιβόλου και ακριβώς απέναντι από το ναό, βρίσκεται ο ιδιαίτερης κατασκευής κτιστός ημικυκλικός βωμός  και ακριβώς έξω από το ναό η μαρμάρινη εσχάρα της Εστίας Ισθμίας. Στη βόρεια πλευρά του τεμένους δεσπόζει το ναόσχημο κτίριο Δ που πιθανότατα είχε λατρευτικό χαρακτήρα. Στην ανατολική πλευρά του περιβόλου, σε επαφή με αυτόν, αλλά με ανεξάρτητες εισόδους, βρίσκονται το κτίριο Ε και το λεγόμενο συνδετικό κτίσμα. 

Σε άμεση γειτνίαση με το τέμενος αποκαλύφθηκε το Νότιο Συγκρότημα, τα κτίρια Μ, Ν, Π και το Ανατολικό Συγκρότημα. Ανατολικά του τεµένους, πάνω στη διαδρομή που θα ακολουθούσαν οι πιστοί στην άνοδο τους από το λιμάνι προς το ιερό, έχουν ανασκαφεί τα κτίρια Β, Γ, Ζ, Η, Κ, Λ, Ρ, Σ, έχουν εντοπιστεί κυκλικός πύργος και ισχυρός περίβολος. 

Η πιο ιερή περιοχή του ιερού, το Τέμενος, καταλαμβάνει έκταση περί τα 1600τμ.  Προστατεύεται με κτιστό περίβολο και αποτελείται από τα Κτίρια Α (ναός και εστιατόριο), το κτίριο Δ και τρεις στοές. Η είσοδος στον περίβολο γινόταν από δύο πύλες, στη βόρεια και νότια πλευρά του. Το Τέμενος διαμορφώθηκε σταδιακά.  Αρχικά κτίστηκαν γύρω στα μέσα του 6ου αι.π.Χ. το βόρειο τμήμα του λατρευτικού Κτιρίου Α που λειτούργησε ως ο ναός του ιερού, ο βόρειος τοίχος του περιβόλου και η βόρεια πύλη. Γύρω στο 540-530 π.Χ. κτίστηκε το νότιο τμήμα του Κτιρίου Α που λειτούργησε ως το τελετουργικό εστιατόριο, ο νότιος τοίχος του περιβόλου και η νότια πύλη. Έως τα τέλη του 6ου αι.π.Χ. ανεγέρθησαν το Κτίριο Δ, η βόρεια, η νότια και η ανατολική στοά. Τέλος, στις αρχές του 5ου αι.π.Χ., περί το 490 π.Χ., ανακατασκευάστηκε η πρόσοψη του ναού με την προσθήκη μνημειακής μαρμάρινης κιονοστοιχίας. 

Λατρευτικό Kτίριο Α (ναός και εστιατόριο). Το πιο σημαντικό και καλύτερα σωζόμενο κτίριο του ιερού είναι το λατρευτικό Κτίριο Α που δεσπόζει στη δυτική πλευρά του λατρευτικού περιβόλου. Η κάτοψή του διαιρείται συμβατικά σε δύο τμήματα, το βόρειο τµήµα που έχει ταυτιστεί με τον κατεξοχήν λατρευτικό χώρο του ιερού, το ναό, και το νότιο τμήμα που έχει ταυτιστεί με το τελετουργικό εστιατόριο. Το κτίριο κτίστηκε σε τρεις φάσεις. 

Στην πρώτη φάση, που τοποθετείται χρονολογικά γύρω στα 550 π.Χ., κτίστηκε ο ναός, διαστάσεων 16,60 Χ 12 μ., που αποτελείται από δύο δωµάτια (Α1 και Α2) με κοινό προθάλαμο. Τα δύο δωμάτια επικοινωνούν μόνο με τον προθάλαμο στα ανατολικά μέσω δίφυλλων θυρών. Οι τοίχοι τους είναι επιμελώς κτισµένοι µε ορθογωνισμένους λίθους και πιθανώς είχαν επιχρισµένη επιφάνεια. Οι τοίχοι του προθαλάµου είναι κτισµένοι από µαρµάρινους δόµους επιμελημένης κατεργασίας. Δεν είναι σαφές εάν ο προθάλαμος είχε πρόσοψη κλειστή ή πρόσταση με ξύλινους κίονες. Το κτίσµα έφερε μεγάλη δίρριχτη στέγη µε λακωνική πήλινη κεράµωση. 

Στη δεύτερη φάση, γύρω στο 540/530 π.Χ., προσαρτήθηκε στο ναό το τελετουργικό εστιατόριο που αποτελείται από τα δωμάτια Α3, Α4, Α5 και ένα προστώο, συνολικών διαστάσεων 16,50 Χ 12,00 μ.. Τα τρία δωµάτια δεν επικοινωνούν άµεσα µεταξύ τους, έχουν όµως θυραία ανοίγµατα τόσο στην ανατολική πλευρά προς το προστώο, όσο και στη δυτική. Η τοιχοποιία τους είναι παρόµοια µε των δωµατίων του ναού. Στα δωµάτια Α4 και Α5 διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση τα δάπεδα που διαμορφώνονται από ακατέργαστα τµήµατα λίθων συνδεδεμένα µεταξύ τους με κονίαµα. Το δάπεδο του προστώου διαμορφώνεται από σχιστολιθικές πλάκες. Μέσα σε αυτό, ακριβώς μπροστά από την είσοδο του δωματίου Α3, υπάρχει τετράγωνος μαρμάρινος τελετουργικός βόθρος για την τέλεση χοών που πιθανότατα ανήκει στην πρώτη οικοδομική φάση του κτιρίου.   

Η κιονοστοιχία του προστώου του εστιατορίου εδράζεται σε ισχυρό στυλοβάτη κατασκευασμένο µε µεγάλες πλάκες γνευσίου, ο οποίος εκτείνεται πάνω σε υποδοµή από λευκωπό µάρµαρο. Μάλιστα στην επιφάνεια του έχουν διατηρηθεί τα αποτυπώματα των πέντε από τους οκτώ δωρικούς κίονες της κιονοστοιχίας. Αυτοί ήταν αρράβδωτοι, ύψους 2,85μ., έφεραν δωρικά κοινόκρανα και στήριζαν ιωνικά επιστύλια, τα οποία ακολουθούσε µια ενδιάµεση στρώση (ταινία ή κυμάτιο), ιωνικό διάζωµα και ιωνικό γείσο. Έχουν έρθει στο φως πολλά αρχιτεκτονικά µέλη της αυτής της κιονοστοιχίας, βάσει των οποίων έγινε και η αναπαράστασή της. Τα τρία δωμάτια και το προστώο στεγάζονταν µε δίρριχτη στέγη, παράλληλη µε την πρόσοψη, η οποία καλυπτόταν µε κεραµίδια κορινθιακού τύπου.

Στην τρίτη οικοδοµική φάση ανακατασκευάσθηκε η πρόσοψη του ναού (µε κίτρινο χρώµα στο σχέδιο. Πάνω σε νέο ισχυρό μαρμάρινο στυλοβάτη ορθώθηκε μαρμάρινη κιονοστοιχία με επτά αρράβδωτους κίονες εν παραστάσι, ύψους περίπου 3.80 µ., δωρικά κιονόκρανα, επιστύλιο µόνο µε κανόνες, ξεχωριστή στρώση για την ταινία, διάζωµα µε τρίγλυφα και µετόπες και γείσο µε προµόχθους χωρίς σταγόνες. Τρία θραύσµατα ακρωτηρίων, δύο ακραίων και ενός κεντρικού, ανήκουν στο αέτωµα που έστεφε την κιονοστοιχία. 

Η μνημειακή ανακατασκευή του ναού χρονολογείται γύρω στα 500/490 π.Χ. βάσει της μορφής των αρχιτεκτονικών στοιχείων και κυρίως των κιονοκράνων. Η χρονολόγηση αυτή ενισχύεται και από τα αρχαιολογικά ευρήματα, καθώς η κεραμική που βρέθηκε στο δωμάτιο Α1 του ναού, κάτω από το τελευταίο σωζόμενο δάπεδό του, χρονολογείται από το 8ο έως και τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. Επιπλέον, µία από τις βάσεις που βρέθηκαν στο δωμάτιο Α2 που πιθανότατα έφερε το λατρευτικό άγαλµα χρονολογείται στην ίδια περίοδο. 

Δωµάτιο Α1. Κάτω από τις πλάκες του δαπέδου του βόρειου δωµατίου του ναού αποκαλύφθηκε μεγάλος αριθμός αντικειµένων- σχεδόν 650- κυκλαδικής, κορινθιακής, αττικής, ανατολικο-ιωνικής, κυπριακής, συριακής και αιγυπτιακής προέλευσης. Τα περισσότερα χρονολογούνται στην αρχαϊκή περίοδο (7ος αι.π.Χ. – 6ος αι.π.Χ.), ενώ αποκαλύφθηκαν και λίγα αγγεία της γεωμετρικής περιόδου (8ος αι.π.Χ). Ανήκουν σε συνήθης τύπους αναθημάτων που συναντώνται στα περισσότερα αρχαϊκά ιερά του Ελλαδικού χώρου και της Ανατολής (Δήλος, Πάρος, Κύθνος, Θάσος, Σάμος, Ρόδος κ.α.). Πολλά από αυτά βρέθηκαν ακέραια, στοιχείο που υποδηλώνει την προσεκτική και σκόπιµη απόθεσή τους. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την πρωιμότερη χρονολόγηση των αντικειμένων από αυτή της κατασκευής του δωματίου στο οποίο βρέθηκαν υπαγορεύουν την ερμηνεία τους ως πρωιµότερων προσφορών στο ιερό, οι οποίες κατά την ανέγερση του νέου λατρευτικού χώρου τοποθετήθηκαν μέσα σε αυτόν, ώστε να προστατευθούν και να µην καταστραφούν. Αυτή η πρακτική συναντάται και σε άλλα αρχαϊκά ιερά, αλλά η ιδιαιτερότητα όμως στην περίπτωση του Δεσποτικού είναι ότι τα αναθήματα φυλάσσονται κάτω από το δάπεδο του ναού και όχι σε αποθέτες. 

Τα περισσότερα ευρήματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου. 

Κεραµική. Τα παριανά ή άλλα κυκλαδικά αγγεία, όπως σκύφοι με ένστιγμη διακόσμηση, τανιωτές φιάλες, πινάκια, οινοχόες, κρατήρες και ασκοί, τα οποία χρονολογούνται στον 7ο αι.π.Χ. και στο α΄μισό του 6ου π.Χ. αποτελούν σημαντικό κομμάτι της απόθεσης στο δωμάτιο Α1. Μεγάλος είναι ο αριθμός και των εισηγμένων αγγείων, κυρίως από την Κόρινθο και την Ιωνία. Τα κορινθιακά αγγεία ανήκουν σε συνήθεις τύπους που παράγονταν αποκλειστικά για εξαγωγή και έχουν βρεθεί σε πολλά ιερά του Αιγαίου και της Ανατολής: μικρογραφικές κοτύλες, αλάβαστρα, τετράφυλλοι αρύβαλλοι και αρύβαλλος σε σχήµα φαλλού. Σε εργαστήρια της ανατολικής Μεσογείου ανήκουν δύο ζωόµορφοι αρύβαλλοι σε σχήµα λαγού και πετεινού, αρύβαλλος του λεγόµενου ροδιοκρητικού τύπου, ληκύθιο µε µορφή κεφαλιού λέαινας, καθώς και ληκύθιο σε µορφή όρθιας γυναικείας μορφής που κρατά πτηνό στο στήθος. 

Ειδώλια. Βρέθηκαν πολλά πήλινα ειδώλια γυναικείων καθιστών μορφών με πόλο (ιερατικό καπέλο) που ανήκουν στην παραγωγή αρχαϊκών εργαστηρίων της Ιωνίας (Σάμος, Ρόδος, Μίλητος), καθώς και πήλινο ειδώλιο λέαινας. Αποκαλύφθηκαν και αρκετά πήλινα προσωπεία, όµοια µε αντίστοιχα από το Ηραίο της Δήλου και το Δήλιο της Πάρου. 

Μεταλλικά αντικείµενα. Ήρθε στο φως µεγάλος αριθµός χρηστικών µεταλλικών αντικείµενων από χαλκό, σίδηρο και µόλυβδο, όπως αγροτικά εργαλεία, πελέκεις, δρεπάνια, λόγχες, εγχειρίδια και σπαθιά. Από τα χάλκινα αντικείμενα ξεχωρίζουν οι πόρπες που ανήκουν σε διάφορους τύπους της υστερογεωμετρικής και αρχαϊκής περιόδου (σπειροειδείς, οκτώσχημες, φρυγικού τύπου). Σπάνιο εύρηµα αποτελεί ένα χάλκινο πτηνό.

Φαγεντιανή. Πολλά αντικείµενα από φαγεντιανή είναι εισηγµένα από την Αίγυπτο ή αποτελούν απομιμήσεις άλλων εργαστηρίων. Χαρακτηριστικά είναι ένα περίαπτο σε σχήµα γερακιού, που αναπαριστά το θεό Ώρο και έχει αποτροπαϊκό χαρακτήρα, ένα ανθρωπόµορφο διπλό αγγείο αιγυπτιάζουσας τεχνοτροπίας που συνδέεται µε τη γονιµότητα και τον τοκετό και αποδίδεται σε ροδιακό εργαστήριο, καθώς και ένα ακέραιο µικροσκοπικό ειδώλιο του Αιγύπτιου θεού Bes, της προστάτιδας θεότητας των μητέρων και των νεογνών.  Βρέθηκαν, επίσης, αρκετές χάνδρες δισκοειδείς ή κυλινδρικές µε οπές και σκαραβαίοι εισηγμένοι από την Αίγυπτο.  

Ελεφαντοστό. Υλικό δυσεύρετο και πολύτιµο που εισαγόταν στη Μεσόγειο από τη Συρία και την Αίγυπτο. Μεταξύ των ευρηµάτων της απόθεσης ξεχωρίζουν ακέραιες οκτώσχηµες πόρπες που χρονολογούνται στον 8ο-6ο αι.π.Χ., παρόµοιες με αυτές που έχουν βρεθεί στα ιερά της Εφέσσου, της Σίφνου και της Δήλου, τρεις ελεφαντοστέινοι δίσκοι, ίδιου τύπου µε δίσκους από το Δήλιο της Πάρου, καθώς και μικρή πυξίδα με το πώμα της.

Χάνδρες. Βρέθηκαν δεκάδες γυάλινων χανδρών ποικίλων σχηµάτων που προέρχονται από εργαστήρια της Βόρειας Συρίας, της Φοινίκης και της βόρειας Μεσοποταµίας. Ιδιαίτερες είναι οι φοινικικές τριγωνικές και αµφίκυρτες χάνδρες που κοσµούνται µε κιτρινωπές σπείρες από ένθετο γυαλί (8ος-7ος αι.π.Χ). Σπάνιο εύρημα αποτελούν δύο χάντρες από ήλεκτρο, πολύτιµο υλικό εισηγμένο από τη Βορειοδυτική Ευρώπη και τη Βαλτική. 

Σφραγιδόλιθοι. Οι περισσότεροι από τους σφραγιδόλιθους φέρουν στη σφραγιστική επιφάνεια ζώα σε κατατομή και είναι κατασκευασµένοι από στεατίτη, ίασπη και άλλους ημιπολύτιμους λίθους.

Χρυσά αντικείµενα. Στην απόθεση βρέθηκαν μόνο τέσσερα χρυσά αντικείμενα, δύο σφαιρικές χάντρες, ένας πηνιόσχηµος κύλινδρος από περιδέραιο και μία κεφαλή περόνης σε σχήμα ροδιού. 

Ιδιαίτερο εύρημα είναι το αυγό στρουθοκαµήλου. Κατά τον 7ο-6ο αι.π.Χ. τα αυγά στρουθοκαμήλου συναντώνται σε αρκετά ιερά του Αιγαίου. 

Δαιδαλικό ειδώλιο. Το σηµαντικότερο από τα ευρήµατα του δωµατίου Α1 είναι το άνω τµήµα μεγάλου δαιδαλικού ειδωλίου γυναικείας μορφής. Είχε τοποθετηθεί και αυτό μαζί με τα άλλα αντικείμενα στο έδαφος και πιθανότατα είχε σπάσει πριν την απόθεσή του στον αρχαϊκό ναό. Σώζεται µόνο το άνω µέρος του κορµού, από τη µέση και πάνω με το κεφάλι, ύψους 0,25 µ. Το ειδώλιο φέρει στο κεφάλι πόλο (ιερατικό καπέλο) που σώζεται τμηματικά και έχει µακριά κόµη που αποδίδεται με ζωγραφική διακόσµηση. Δεν σώζεται κάποιο θραύσµα από το κατώτερο τµήµα του ειδωλίου, χρησιµοποιώντας όµως ως συγκριτικά παράλληλα τους κυλινδρικούς κάτω κορμούς δύο πήλινων ειδωλίων που βρέθηκαν στο Κάστρο της Σίφνου και προέρχονται αντίστοιχα από εργαστήρια της Πάρου και της Νάξου, υποθέτουµε ότι το κάτω µέρος της µορφής του Δεσποτικού ήταν επίσης κυλινδρικό. Από τα στυλιστικά χαρακτηριστικά του χρονολογείται γύρω στο 675-650 π.Χ. και αποδίδεται σε παριανό καλλιτέχνη, ίσως του ίδιου εργαστηρίου που παρήγαγε τις περίφημες υδρίες που βρέθηκαν στο «βόθρο της καθάρσεως» στη Ρήνεια, το νησάκι απέναντι από τη Δήλο. Λόγω μεγέθους, ποιότητας και εικονογραφικών χαρακτηριστικών ταυτίζεται µε το πρωιµότερο λατρευτικό είδωλο του ιερού και ίσως αναπαριστά το θεό Απόλλωνα.

Δωµάτιο Α2. Στο εσωτερικό του νότιου δωματίου του ναού βρέθηκαν τρεις µεγάλες µαρµάρινες βάσεις, δύο τετράγωνες και μία ορθογώνια. Η µία από αυτές- που συγκολλήθηκε εκ τεσσάρων θραυσμάτων- ήταν πιθανότατα η βάση του λατρευτικού αγάλµατος του ιερού. Χρονολογείται γύρω στο 500-490 π.Χ., καθώς τυπολογικά είναι παρόμοια με τη βάση του λατρευτικού αγάλµατος της Άρτεµης από το παριανό Δήλιο. 

Κατά το γκρέμισμα της παλιάς μάντρας το 2002 βρέθηκαν εντοιχισμένα σε αυτή δύο θραύσματα από τον κορμό αγάλματος ενδεδυµένης µορφής κολοσσικού μεγέθους. Συνανήκον με τα θραύσματα πρέπει να είναι τµήµα του αριστερού κάτω άκρου ποδιού µε τµήµα της πλίνθου που βρέθηκε σε μικρή απόσταση από το ναό και στο οποίο διακρίνεται το κάτυµµα (σανδάλι) µε δύο οπές, µία σε κάθε πλευρά, για την ένθεση χάλκινων ιµάντων. Με βάση το μέγεθος του και τα στυλιστικά χαρακτηριστικά του πιθανολογείται πως πρόκειται για λατρευτικό άγαλμα. Δεν είναι σαφές εάν ανήκει σε γυναικεία θεότητα ή εάν αναπαριστά το θεό Απόλλωνα, ο οποίος πολλές φορές απεικονίζεται με μακρύ ένδυμα.

Προστώο. Στο εσωτερικό του προστώου του ναού, κάτω από τη θεμελίωση του ανατολικού τοίχου του, αποκαλύφθηκαν κορινθιακά αγγεία, τα οποία είχαν τοποθετηθεί εκεί για την καλή θεμελίωση του κτιρίου- ένα είδος ‘απόθεσης θεµελίωσης’ – καθώς και τµήµα αρχαϊκού µαρµάρινου περιρραντηρίου που φέρει στο χείλος την επιγραφή «ΜΑΡΔΙΣ ΑΝΕΘΗΚΕΝ». Το όνοµα Μάρδις είναι ανατολικής προέλευσης, παρόµοιο µε άλλα ανδρικά ονόµατα ανατολικής προελεύσεως, όπως το όνομα Μαρδόνιος του γνωστού Πέρση στρατηγού.   

Βόρειος Περίβολος – Βόρεια Πύλη: Η κεντρική είσοδος στο Τέμενος βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του περιβόλου, όπου ανοιγόταν η λεγόμενη Βόρεια Πύλη.  Αυτή κατασκευάστηκε μαζί με το βόρειο τοίχο του περιβόλου στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι.π.Χ (550-525 π.Χ.), αλλά γνώρισε αρκετές κατασκευαστικές φάσεις. Αρχικά είχε δίφυλλη θύρα πλάτους 2,40μ. που άνοιγε προς το εσωτερικό του περιβόλου, ενώ αργότερα το κατώφλι της υπερυψώθηκε, μίκρυνε το άνοιγμά της και δημιουργήθηκε ένας προθάλαμος. 

Κτίριο Δ. Στη βορειοδυτική πλευρά του περιβόλου, βρίσκεται το ναόσχημο Κτίριο Δ που χρονολογείται στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι.π.Χ. (550-525 π.Χ.). Έχει διαστάσεις 12,50 Χ 9,40 μ. και αποτελείται από προθάλαμο και ένα κυρίως δωμάτιο με λιθόστρωτο δάπεδο, ένα είδος µωσαϊκού από βότσαλα με υπόστρωμα από λίθους και κονίαμα. Εξαιτίας της λειτουργίας του τυροκομείου του βοσκού πάνω στο κτίριο Δ έως το 2002, οπότε και κατεδαφίστηκε, σώζονται μόνο η θεμελίωση του κτιρίου και μικρό τμήμα της ανωδομής. Η θεµελίωση αποτελείται από μεγάλους λίθους γνευσίου και είναι ιδιαίτερα ισχυρή, ενώ η ανωδομή του είναι μαρμάρινη με δόμους δουλεμένους με χοντρό βελόνι, όπως του ναού και του εστιατορίου. Η πρόσοψη του κτιρίου αναπαρίσταται με τέσσερις δωρικούς κίονες εν παραστάσι. Η επιμελής κατασκευή του, η αρχιτεκτονική μορφή του, αλλά και η ύπαρξη ορθογώνιας κτιστής κατασκευής ακριβώς μπροστά από τον προθάλαμό του, που ταυτίζεται με βωμό, υποδηλώνουν τη λατρευτική ταυτότητα του κτιρίου. Σε αυτή την ερμηνεία συνηγορεί και η εύρεση πληθώρας ευρημάτων με αναθηματικό χαρακτήρα, όπως κυκλαδικά, αττικά και κορινθιακά αγγεία, πήλινα ειδώλια, ελεφαντοστέινα και χάλκινα µικροαντικείµενα, λύχνοι και όστρακα µε εγχάρακτες επιγραφές ΑΠ ή ΑΠΟΛ

Η Βόρεια Στοά προσαρτήθηκε στο εσωτερικό του περιβόλου την ίδια περίοδο ή λίγο αργότερα από την ανέγερση του κτιρίου Δ. Αποτελείται από τρία ορθογώνια δωμάτια διαφορετικών διαστάσεων με κοινό βόρειο τοίχο αυτόν του περιβόλου. Τα δωμάτια είχαν εισόδους μόνο στη νότια πλευρά, προς το εσωτερικό του Τεμένους.

Από τα πολλά και ποικίλα ευρήματα που βρέθηκαν στην περιοχή του κτιρίου Δ και της στοάς αξίζει να αναφερθούν δύο αποσπασματικά σωζόμενα αγγεία του 7ου αι.π.Χ. με γραπτή διακόσμηση, ένα πινάκιο και ένα λουτήριο. Το πινάκιο απεικονίζει μία γυναικεία μορφή στραμμένη στο πλάι, τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι παρόµοια µε αυτά του δαιδαλικού ειδωλίου που βρέθηκε στην απόθεση του ναού. Από το λουτήριο σώζεται μόνο μέρος του σώματος του, στο οποίο απεικονίζεται παράσταση έφιππων και πεζών πολεµιστών, των οποίων αναγράφονται τα ονόματα ΜΕΝΕΛ και ΣΦΕΛ. Και τα δύο αγγεία προέρχονται από παριανό εργαστήριο και αποτελούν μοναδικά παραδείγματα. 

Νότια Πύλη – Νότια Στοά-Ανατολική Στοά: Στο μέσον του νότιου τοίχου του περιβόλου βρίσκεται η Νότια Πύλη, μέσω της οποίας το Τέμενος επικοινωνούσε με τα βοηθητικά κτίρια στη νότια πλευρά του ιερού. Η κατασκευή της τοποθετείται γύρω στο 540/530 π.Χ. Λίγο αργότερα κτίστηκε η Νότια Στοά, σε αντιστοιχία της ήδη υπάρχουσας Βόρειας Στοάς. Τα δωμάτιά της, που είχαν εισόδους στη βόρεια πλευρά προς το εσωτερικό του τεμένους, αναπτύσσονταν εκατέρωθεν της πύλης. Δυστυχώς, εξαιτίας της ανέγερσης των κτισμάτων της ύστερης αρχαιότητας τα δυτικότερα αυτών δεν σώθηκαν. 

Η ανατολική πλευρά του Τεμένους έχει διασωθεί πολύ αποσπασματικά. Διαμορφωνόταν από μία ακόμη στοά, την Ανατολική Στοά, από την οποία όμως σώζονται μόνο δύο δωμάτια. Αν και λόγω της ύπαρξης της στοάς και της θέσης της, ακριβώς απέναντι από το λατρευτικό κτίριο Α, θα ήταν πιθανή η ύπαρξη μιας τρίτης πύλης στο μέσον αυτής της πλευράς του περιβόλου, δεν σώζεται κανένα σχετικό στοιχείο. 

Κτίριο Ε- Συνδετικό κτίριο. Στη βορειοανατολική πλευρά του τεμένους, εξωτερικά του περιβόλου, αλλά σε επαφή με τον ανατολικό τοίχο του, βρίσκονται το Κτίριο Ε και το λεγόμενο Συνδετικό κτίριο. Τα Κτίριο Ε είναι ορθογώνιο, αποτελούμενο από δύο δωμάτια, συνολικών διαστάσεων 14,30Χ6μ. Σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση τα δάπεδά τους, τα οποία διαμορφώνονται από βοτσαλωτούς λίθους και κονίαμα. Θραύσµατα επιχρισµάτων ερυθρού χρώµατος που βρέθηκαν πάνω στα δάπεδα ανήκαν πιθανότατα στους τοίχους των δωµατίων. Με βάση τα ευρήματα το κτίριο κτίστηκε στο β΄μισό του 6ου αι.π.Χ. Λίγο αργότερα, μεταξύ του κτιρίου και του περιβόλου προσαρτήθηκε ένα μικρότερο ορθογώνιο κτίσμα με ναόσχημη κάτοψη, το λεγόμενο Συνδετικό κτίριο. Γύρω στο 500 π.Χ., ή λίγο αργότερα, προστέθηκαν δύο μικρά δωμάτια με διάδρομο, ένα είδος προθαλάμου με θύρα, στο κατώφλι της οποίας βρέθηκε εντοιχισμένος ο άνω κορμός αρχαϊκού κούρου παριανού εργαστηρίου του τέλους του 6ου αι.π.Χ. 

Λατρευτικές δομές: Εκτός από το μαρμάρινο βόθρο που αποκαλύφθηκε μέσα στο δάπεδο του προστώου του εστιατορίου και το κτιστό βωμό μπροστά από το Κτίριο Δ, μέσα στο Τέμενος υπήρχαν δύο ακόμη λατρευτικές κατασκευές, ο κεντρικός βωμός του ιερού και η εσχάρα της θεάς Εστίας. 

Ακριβώς μπροστά από το ναό βρίσκεται μία ιδιαίτερης μορφής ηµικυκλική κατασκευή που έχει ταυτιστεί με το βωμό του ιερού. Η κατασκευή έχει γνωρίσει διάφορες οικοδομικές φάσεις, την πρωιμότερη στην πρώιμη αρχαϊκή περίοδο. Στην τελική μορφή της είχε εξωτερική διάμετρο 9μ., κτισμένη από μαρμάρινους δόµους εξωτερικά και πλάκες γνευσίου εσωτερικά. 

Σε απόσταση μόλις ενός μέτρου από τη γωνία του προστώου του ναού υπάρχει η τετράγωνη εσχάρα της Εστίας Ισθµίας (0,56 χ 0,57μ) που αποτελείται από τέσσερις µαρµάρινες πλάκες, εκ των οποίων η μία που μάλιστα κοιτά προς το ναό, φέρει την επιγραφή «ΕΣΤΙΑΣ ΙΣΘΜΙΑΣ». Η επιγραφή χρονολογείται στα κλασικά χρόνια και αποτελεί μοναδική μαρτυρία για τη λατρεία της θεάς στο ιερό. Η επωνυμία της οφείλεται στην ύπαρξη του ισθµού που κατά την αρχαιότητα ένωνε το Τσιµηντήρι µε το Δεσποτικό, και μάλιστα η επιγραφή στην εσχάρα του Δεσποτικού αποτελεί την μοναδική περίπτωση αναφοράς της Εστίας με αυτό το προσωνύμιο. 

Η Εστία κατατάσσεται στην πρώτη γενιά των θεών του Ολύμπου, πρώτη κόρη του Κρόνου και της Ρέας, αδερφή του Δία και της Ήρας. Σε αρκετούς μύθους αποτελεί αντικείμενο πόθου του Απόλλωνα και του Ποσειδώνα, ωστόσο δεν ενδίδει σε κανένα από τους δύο, παραμένοντας άσπιλη και κάτω από την προστασία του Δία. Η Εστία είναι η θεά-προστάτιδα του σπιτιού και της οικογένειας, αλλά είναι παρούσα και στην πολιτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων (η φλόγα στα Πρυτανεία). Γι’ αυτό το λόγο στην Πάρο λατρευόταν με τα επίθετα Βουλαίη και Δημίη

Κάθε ναυτικός και ταξιδιώτης που ονειρευόταν να επιστρέψει στο σπίτι του και στην οικογένειά του βρισκόταν κάτω από την προστασία της Εστίας και έτσι εξηγείται η λατρεία της στο Δεσποτικό, δηλαδή σε ένα παράκτιο ιερό, σε ένα λιμάνι-σταθμό των θαλάσσιων διαδρομών.

Η περιοχή νότια του Τεμένους

Νότια του λατρευτικού περιβόλου, σε πολύ μικρή απόσταση από τη Νότια πύλη, εκτείνονται τα βοηθητικά κτίρια του ιερού, τα οποία κτίστηκαν σταδιακά από την αρχαϊκή έως την ύστερη κλασική περίοδο (7ος-4ος αι.π.Χ.). Η ανασκαφή στην περιοχή είναι ακόμη σε εξέλιξη και μέχρι τώρα έχουν αποκαλυφθεί δύο μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα και τρία κτίρια, σε συνολική έκταση τριών στρεμμάτων. 

Το Νότιο Συγκρότηµα αποτελείται από τις κτιριακές ενότητες Θ και Ι, οι οποίες προστατεύονται από περίβολο. Το συγκρότημα γνώρισε διάφορες κατασκευαστικές φάσεις κατά τα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια. Την ανατολική πλευρά του καταλαμβάνει η κτιριακή ενότητα Θ που περιλαμβάνει το λεγόμενο Τετράγωνο κτίριο και το Λουτρό. Το Τετράγωνο κτίριο (εσωτ.διαστ. 8,50Χ8,40μ) διαιρείται σε δύο ορθογώνιας κάτοψης δωμάτια με ανεξάρτητες εισόδους. Οικοδομήθηκε στο β΄μισό του 6ου αι.π.Χ. περίπου την ίδια εποχή με το τελετουργικό εστιατόριο του ιερού. 

Σε επαφή με το παραπάνω κτίριο κτίστηκε λίγα χρόνια μετά το Λουτρό, ένα μονόχωρο κτίσμα, εσωτερικών διαστάσεων 3Χ6μ. Οι τοίχοι του είναι εσωτερικά επιχρισµένοι µε κονίαµα. Το δάπεδό του είναι κατασκευασμένο από ορθογωνισμένες πλάκες γνευσίου και το διατρέχει αγωγός απορροής που καταλήγει σε περιοχή έξω από το κτίριο. Στη νότια πλευρά του χώρου, μεταξύ δύο παράλληλων τοιχίων, υπάρχουν τρεις πώρινοι κυκλικοί λίθοι (διαμ. 0,40μ) που φέρουν οπές στην άνω και πρόσθια όψη τους. Στο κάτω µέρος του ενός τοιχίου ανοίγονται οπές κατ’ αντιστοιχία των οπών των κυκλικών λίθων, μέσα από τις οποίες θα κατέληγαν νερό ή άλλα υγρά στον αγωγό. Στη βόρεια πλευρά του δωματίου βρέθηκε μαρμάρινος λουτήρας, ενώ ακριβώς έξω από αυτό αποκαλύφθηκε µεγάλη πήλινη λεκάνη τοποθετημένη μέσα στο χώμα. Αν και δεν έχει βρεθεί ακριβές παράλληλο του εν λόγω κτίσματος, λόγω της παρουσίας του λουτήρα και της λεκάνης, της ιδιόµορφης κάτοψης, των επιχρισμένων τοίχων και του αγωγού, καθώς και της γειτνίασης του με το Τέμενος πιθανότατα ο χώρος λειτουργούσε ως λουτρό για το συμβολικό εξαγνισµό των πιστών πριν από την είσοδό τους στο ιερό. 

Σε επαφή με το λουτρό προσαρτήθηκε στις αρχές του 5ου αι.π.Χ. η κτιριακή ενότητα Ι που αποτελείται από έντεκα δωμάτια διαφορετικών διαστάσεων, κτισμένα σε διαφορετικές φάσεις. Αρχικά κτίστηκε το Τραπεζιόσχημο κτίριο με τέσσερα δωµάτια και δύο εισόδους, μία στην ανατολική και μία στη δυτική πλευρά. Για την κατασκευή και των δύο θυρών είχε επαναχρησιμοποιηθεί ο άνω κορμός με το κεφάλι αρχαϊκού κούρου (α΄μισό 6ου αι.π.Χ.) και οι κάτω κορμοί δύο αρχαϊκών κούρων (τέλη 6ου αι.π.Χ.). Μάλιστα, ο ένας από τους οποίους ανήκε στο ίδιο γλυπτό με τον κορμό στο Συνδετικό κτίριο. 

Τα σημαντικά αυτά γλυπτά, τα λαμπρά αναθήματα του ιερού, µετά την καταστροφή τους (βλ. παρακάτω) αποτέλεσαν απλό οικοδοµικό υλικό για την ανέγερση νέων κτιρίων στο ιερό. Αυτή η «ανακύκλωσή» τους εξηγείται από πρακτικές ανάγκες, αλλά ίσως να είχε και συμβολικό χαρακτήρα, αφού ως ιερά κειμήλια δεν πετάχτηκαν, αλλά ξαναχρησιμοποιήθηκαν. 

Το νότιο τμήμα της κτιριακής ενότητας αποτελείται από επτά δωμάτια µικρότερων διαστάσεων που χρονολογούνται στην κλασική εποχή (5ος-αρχ. 4ου αι.π.Χ) µε βάση την αττική ερυθρόµορφη κεραµική που αποκαλύφθηκε µέσα και έξω από αυτά. 

Στη δυτική πλευρά του συγκροτήματος έχουν βρεθεί πέντε παράλληλοι χαμηλοί τοίχοι πλάτους 1μ. και τετράγωνες κατασκευές από σχιστολιθικές πλάκες που πιθανότατα σχετίζονται με το σταβλισμό ζώων. Άλλωστε κοντά σε αυτές, µέσα στον περίβολο, υπάρχει ένα κτιστό πηγάδι διαµέτρου 2,30µ. και βάθους 5μ. Ένα ακόμη πηγάδι παρόμοιων διαστάσεων έχει εντοπιστεί έξω από το Τέμενος.

Οι πρόσφατες έρευνες κάτω από το λουτρό και τα δωμάτια της κτιριακής ενότητας Ι, έφεραν στο φως τέσσερα δωμάτια ενός πρωιμότερου κτιρίου, το οποίο με βάση τα ευρήματα χρονολογείται στον 7ο/α΄μισό 6ου αι.π.Χ. Δεν είναι ακόμη σαφής η λειτουργία του, αλλά με βεβαιότητα ανήκει στην εγκατάσταση που υπήρχε στη θέση πριν τη δημιουργία του αρχαϊκού Τεμένους. 

Ανατολικά του Νοτίου Συγκροτήματος και πολύ κοντά στο Τέμενος, βρίσκονται τα κτίρια Μ, Ν και Π και το λεγόμενο Ανατολικό Συγκρότημα.

Το Κτίριο Π, έχει ναόσχημη κάτοψη και με βάση τα ευρήματα χρονολογείται στον 6ο αι.π.Χ. 

Το Κτίριο Μ αποτελείται από πέντε δωμάτια και αυλή. Η κατασκευή και η οργάνωση των δωματίων του είναι ιδιαίτερα προσεγμένες, αφού όλα φέρουν πλακόστρωτα δάπεδα, κτιστές κατασκευές, και αγωγούς για την απορροή υδάτων. Στα ευρήματα από το κτίριο συγκαταλέγονται πολλά αττικά λυχνάρια του 5ου και 4ου αι.π.Χ. και πληθώρα αγγείων της ίδιας περιόδου. Κάτω από την αυλή του κτιρίου βρέθηκε μία μεγάλη κτιστή κατασκευή που χρονολογείται στα αρχαϊκά χρόνια (διαστ. 9χ5μχ1,50μ). Με βάση το μέγεθος, την κάτοψη της και κάποιες κατασκευαστικές λεπτομέρειες πιθανολογούμε ότι πρόκειται για δεξαμενή που σταδιακά επιχωματώθηκε και καταργήθηκε, ώστε να θεμελιωθούν πάνω σε αυτή οι μεταγενέστεροι τοίχοι του κτιρίου Μ.

Το Κτίριο Ν, διαστάσεων 15Χ5μ., αποτελείται από τέσσερα δωμάτια και μεγάλη ορθογώνια αυλή. Χρονολογείται και αυτό στους κλασικούς χρόνους. 

Η εύρεση πολλών λυχνάριων με ίχνη καύσης, πληθώρας σκύφων με εγχάρακτο το όνομα του Απόλλωνα,  φιάλων και κρατήρων- τα πιο συνηθισμένα αγγεία πόσεως- ενισχύει την υπόθεση ότι τα παραπάνω κτίρια ήταν χώροι εστίασης των πιστών. 

Σε επαφή με τα κτίρια Μ και Ν αποκαλύφθηκε ένα πολύπλοκης κάτοψης κτιριακό συγκρότημα, το Ανατολικό Συγκρότημα, που αποτελείται από δώδεκα δωμάτια διαφορετικών διαστάσεων που πιθανότατα εξυπηρετούσαν καθημερινές ανάγκες του ιερού (αποθήκευση, προετοιμασία φαγητού, εστίαση). 

Ύστερη Αρχαιότητα

Δεν είναι σαφές πότε σταματά η λειτουργία του ιερού, αλλά ευρήματα της ρωµαϊκής περιόδου (1ος αι.π.Χ.– 2ος αι. µ.Χ.) από την περιοχή του Τεμένους μαρτυρούν οικιστική παρά λατρευτική χρήση. Οι τοίχοι των αρχαϊκών κτιρίων δεν γκρεµίστηκαν, αλλά χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση ενός νέου συγκροτήματος με μικρά µονόχωρα δωµάτια, στους τοίχους του οποίου εντοιχίστηκαν µαρµάρινα αρχιτεκτονικά µέλη από την κιονοστοιχία και το θριγκό του ναού και του εστιατορίου.

Το κτιριακό συγκρότηµα της ύστερης αρχαιότητας γνώρισε διάφορες οικοδοµικές φάσεις. Κατασκευάστηκε στη ρωµαϊκή περίοδο, συνέχισε να κατοικείται στα πρώιµα βυζαντινά χρόνια, εγκαταλείφθηκε για μερικούς αιώνες, ενώ µετά από µετασκευές και επεκτάσεις ξανακατοικήθηκε στην υστεροβυζαντινή περίοδο, µέχρι και τον 17ο αιώνα, όταν και καταστράφηκε ολοσχερώς από πειρατές. 

Ανατολικά του τεµένους έχουν αποκαλυφθεί οκτώ κτίρια, τα Β, Γ, Ζ, Η, Κ, Λ, Ρ και Σ, έχει ανασκαφεί μέρος ενός ισχυρού περιβόλου και έχει εντοπιστεί κυκλικός πύργος. 

Το Κτίριο Γ έχει διμερή κάτοψη, αποτελούμενο από δύο ορθογώνια δωμάτια με θυραία ανοίγµατα σε δύο πλευρές, βόρεια και νότια. Χρονολογείται στο β΄μισό του 6ου αι.π.Χ. Νότια του κτιρίου βρίκεται το Κτίριο Ζ που αποτελείται από έξι δωµάτια και πλακόστρωτο αίθριο. Χρονολογείται στον 5ο αι.π.Χ. Κατά την ανασκαφή του αποκαλύφθηκαν πολλά θραύσματα ερυθρόμορφων αττικών κρατήρων με περίτεχνες παραστάσεις διονυσιακής λατρείας. Το κτίριο έχει κτιστεί πάνω από πρωιμότερο κτίσμα του 6ου αι.π.Χ. (Κτίριο Υ).

Ανατολικά των παραπάνω κτιρίων βρίσκεται το Κτίριο Β. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερης κάτοψης οικοδόμημα που αποτελείται από εννέα χώρους διαφορετικών διαστάσεων µε ανεξάρτητες εισόδους. Κάποια από τα δωµάτια επικοινωνούν µεταξύ τους, ενώ σε κάποια άλλα η πρόσβαση γίνεται µόνο από έξω. Το κτίριο γνώρισε διάφορες οικοδοµικές φάσεις, από τον 7ο αι.π.Χ. έως τον ύστερο 6ο αι.π.Χ. Η ανασκαφή του κτιρίου απέδωσε μεγάλες ποσότητες χρηστικής κεραμεικής, κυρίως λεκάνες και αμφορείς, ενώ αρκετοί μεγάλοι πίθοι βρέθηκαν κατά χώραν σε διάφορα δωμάτια. 

Σε ένα από τα δωμάτια του κτιρίου βρέθηκε βυζαντινός τάφος του ύστερου 4ου αιώνα μ.Χ. που περιείχε επτά σκελετούς νεκρών διαφόρων ηλικιών, κτερισμένων με αγγεία και χρυσό δαχτυλίδι.

Πολύ κοντά στο κτίριο Β βρίσκεται το Κτίριο Η, ένα επίµηκες οικοδόµηµα έξι ορθογώνιων δωματίων, στο εσωτερικό των οποίων βρέθηκαν αποθηκευτικά και χρηστικά αγγεία (αμφορείς, πίθοι, λεκάνες) και αρκετά υφαντικά βάρη που συνηγορούν στην αποθηκευτική και εργαστηριακή χρήση του κτιρίου. Χρονολογείται στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο (β΄μισό 6ου αι.π.Χ.). 

Νότια των παραπάνω κτιρίων έχει αποκαλυφθεί το ορθογώνιο Κτίριο Ρ, του οποίου η ανασκαφή είναι σε εξέλιξη. Έχουν έρθει στο φως τέσσερα από τα δωμάτια του, των οποίων η κατάσταση διατήρησης είναι πολύ κακή.

Στο ΒΑ κομμάτι της χερσονήσου, έχουν ανασκαφεί τρία μικρά κτίρια, σχεδόν τετράγωνης κάτοψης, τα Κτίρια Κ, Λ και Σ. Η θέση τους και η κάτοψή τους παραπέμπουν σε παρατηρητήρια. Στο άκρο της χερσονήσου, σε θέση-κλειδί για τον έλεγχο των διερχόµενων πλοίων από βορρά και τη προστασία του ιερού έχουν εντοπιστεί τα θεµέλια κυκλικού πύργου.  

Αδιάψευστα τεκμήρια της ιστορίας του ιερού στο Δεσποτικό είναι τα ποικίλα και πολυάριθμα ευρήματα που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Αυτά ρίχνουν φως στην ιστορία ενός τόσο σημαντικού κυκλαδικού κέντρου λατρείας, η ύπαρξη του οποίου παρέμενε μέχρι πρότινος άγνωστη. Η χρονολόγησή τους, το είδος τους και η προέλευσή τους μαρτυρούν τη μακροχρόνια χρήση της θέσης, από τη γεωμετρική έως τη μεταβυζαντινή περίοδο, προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για τις λατρευτικές πρακτικές και την καθημερινή ζωή στο ιερό, υπογραμμίζουν τη κεντρική θέση του ιερού στο λατρευτικό και πολιτικο-οικονομικό δίκτυο των Κυκλάδων, καθώς και τη διαφορετική προέλευση των αναθετών. Μαρμάρινα αγάλματα, αγγεία, ειδώλια, κοσμήματα, σφραγιδόλιθοι, όπλα, εργαλεία, είναι όλα δηλωτικά της αίγλης, της εμβέλειας και της υψηλής επισκεψιμότητας ενός υπερ-τοπικού ιερού, ιδρυτής και διαχειριστής του οποίου ήταν η πόλη της Πάρου. 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μαρμάρινα αγάλματα που βρέθηκαν στο ιερό, τα πιο λαμπρά αναθήματα στο θεό Απόλλωνα. Έχουν βρεθεί περισσότερα από 70 τµήµατα αρχαϊκών γλυπτών (πόδια, µηροί, κνήµες, αστράγαλοι, κάτω άκρα µε πλίνθο, βραχίονες, ωµοπλάτες και χέρια αρχαϊκών κούρων), οκτώ κεφάλια κούρων, μία κεφαλή κόρης, θραύσματα αυστηρορυθμικού αγάλματος αθλητή και θραύσματα κολοσικού αγάλματος, πιθανότατα του λατρευτικού. Επίσης, έχουν έρθει στο φως πολλές μαρμάρινες βάσεις αγαλμάτων και αναθηματικών κιόνων. 

Εκτός από τα παραπάνω έχουν βρεθεί πτερό μαρμάρινης αρχαϊκής σφίγγας, μαρμάρινα αναθηματικά κιονόκρανα αρχαϊκών και κλασικών χρόνων και μαρμάρινο ενεπίγραφο ανάγλυφο του 7ου αι.π.Χ. 

Στο Μουσείο της Πάρου εκτίθενται άνω κορμός αρχαϊκού κούρου και άνω κορμός αρχαϊκής κόρης του β΄μισού του 6ου αι.π.Χ. (αρ. 742 και 791 αντίστοιχα), καθώς και τμήμα αγάλματος Νίκης του α΄μισού του 5ου αι.π.Χ. (αρ.183), τα οποία βρέθηκαν στην Αντίπαρο. Είναι πολύ πιθανό πως προέρχονται και αυτά από το ιερό του Δεσποτικού, αφού στην Αντίπαρο δεν έχει εντοπιστεί κάποιος χώρος λατρείας. Τέλος, στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης βρίσκεται ένα κεφάλι ημίεργου κούρου μικρότερου του φυσικού μεγέθους (αρ.725) που αναφέρεται ως τυχαίο εύρημα από το Δεσποτικό.

Σε κανένα άλλο κυκλαδικό ιερό, πλην της Δήλου, δεν έχουν βρεθεί τόσο πολλά γλυπτά. Όλα είναι σμιλεμένα από το κατάλευκο παριανό µάρµαρο- τον περίφημο λυχνίτη- και τα περισσότερα αποτελούν εξαιρετικά δείγματα της παριανής σχολής γλυπτικής που άνθισε στο β΄μισό του 6ου αι.π.Χ. Ο αριθµός και η ποιότητα τους αποτελούν αδιάσειστη απόδειξη της αίγλης, της λαµπρότητας και του πλούτου του ιερού του Απόλλωνα. 

Ωστόσο πολλά από αυτά καταστράφηκαν πολύ σύντομα μετά την ανάθεσή τους στο ιερό και θραύσματα τους βρέθηκαν εντοιχισμένα σε βοηθητικά κτίρια του ιερού. Η σύντομη διάρκεια ζωής τους αλλά και η «ανακύκλωσή» τους μέσω της επαναχρησιμοποίησης τους ως οικοδομικού υλικού πρέπει να συνδεθεί με κάποια καταστροφή που υπέστη το ιερό, στα τέλη του 6ου αι.π.Χ./αρχές 5ου αι.π.Χ. Έτσι, με βάση τα αρχαιολογικά και ιστορικά στοιχεία πιθανολογείται ότι όταν ο Μιλτιάδης πολιόρκησε την Πάρο το 490/489 π.Χ. -με αφορμή το γεγονός ότι οι Πάριοι πήραν το μέρος των Περσών κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων, αλλά με βαθύτερη αιτία  τον πλούτο της Πάρου και την εδραίωση της Αθηναϊκής κυριαρχίας στο Αιγαίο- επιτέθηκε και στο παριανό ιερό στο Δεσποτικό προκαλώντας καταστροφές.

Η ευθύνη για ένα αρχαιολογικό χώρο δεν σταματά στην ανασκαφή του και τη μελέτη των ευρημάτων. Mετά από σχεδόν 20 χρόνια ερευνών στη θέση Μάντρα, πρωτεύων στόχος- εκτός από την ολοκλήρωση της ανασκαφής του ιερού και της μελέτης των ευρημάτων- είναι η προστασία και ανάδειξη των μνημείων και εν γένει του αρχαιολογικού χώρου. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται το πρόγραμμα αποκατάστασης και ανάδειξης του ναού και του εστιατορίου, των πιο σημαντικών, καλύτερα σωζόμενων και πλήρως τεκμηριωμένων αρχαιολογικά και αρχιτεκτονικά κτιρίων του ιερού. 

Το 2008 ξεκίνησε η αρχιτεκτονική τεκμηρίωση του καλύτερα σωζόμενου κτιριακού συνόλου του αρχαϊκού ιερού, του ναού και του τελετουργικού εστατορίου. Η ολοκλήρωσή της και η δημοσίευση των πορισμάτων της το 2012 άνοιξε το δρόμο για την εκπόνηση της μελέτης αναστήλωσης  του ναού και του εστιατορίου και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου που παμψηφεί εγκρίθηκε από το ΚΑΣ το 2014 και 2016. 

Ο ναός και το εστιατόριο αντιμετωπίστηκαν ως ενιαίο μνημειακό σύνολο. Στην πρόταση αναστήλωσης τους προτάθηκε η επανένταξη μεγάλου αριθμού σωζόμενων αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών, τα οποία αξιολογήθηκαν ικανά από πλευράς κατάστασης διατήρησης και δυνατότητας συγκόλλησης και συμπλήρωσης με νέο υλικό, ώστε να επαναχρησιμοποιηθούν στο μνημείο. Στόχος ήταν τα αναστηλωμένα τμήματα του μνημείου να αποτελέσουν μια ισορροπημένη ενότητα, ένα μορφολογικά συνεκτικό και στατικά επαρκές δομικό σύνολο.

Η εγκεκριμένη μελέτη προβλέπει: Αποκατάσταση των στυλοβατών των ανατολικών όψεων των δύο κτιρίων, ώστε να τοποθετηθούν στην αρχική τους θέση κίονες ή τμήματα κιόνων. Αναστήλωση τμήματος των κιονοστοιχιών και συγκεκριμένα τριών κιόνων του εστιατορίου πάνω στους οποίους θα τοποθετηθούν τα αρχαϊκά επιστύλια, καθώς και τριών κιόνων του ναού, οι οποίοι που θα φέρουν νέα κιονόκρανα (λόγω της κακής διατήρησης των αρχαίων) για την τοποθέτηση επιστυλίων και αντιθημάτων, ταινιών, τριγλύφων, μετοπών και γείσων. Αναστήλωση του ενδιάμεσου τοίχου μεταξύ εστιατορίου και ναού (νότια παραστάδα) που  προσφέρει σημαντική σταθερότητα στις κιονοστοιχίες και εξυπηρετεί την τοποθέτηση των επιστυλίων. Συμπλήρωση του ανατολικού τοίχου του ναού και του εστιατορίου. Ανακατασκευή και τοποθέτηση τριών κατωφλιών θυρών και τοποθέτηση στην αρχική του θέση ενός αρχαίου μετά τη συγκόλληση τους. Επανένταξη, αρχαίων και νέων τμημάτων των παραστάδων των θυρών. Συμπλήρωση σε ύψος του βόρειου τοίχου του ναού, από τον οποίο σωζόταν μόνο μία σειρά λίθων της θεμελίωσής του. Συμπλήρωση και των υπόλοιπων τοίχων του ναού και του εστιατορίου. Συντήρηση και συμπλήρωση των σωζόμενων δαπέδων και αποκατάσταση της αρχαίας στάθμης τους.

Από τον Οκτώβριο του 2014 έως και σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί εννέα περίοδοι αναστηλωτικών εργασιών. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες (ακατοίκητο νησί, δύσκολη πρόσβαση, απουσία ηλεκτρικού ρεύματος, άστατες καιρικές συνθήκες) χάρη στο μεράκι και την τεχνογνωσία της ομάδας αναστήλωσης το έργο προχωρά με γοργούς ρυθμούς και έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Μία από τις πιο απαιτητικές εργασίες που έχει πραγματοποιηθεί ήταν η μεταφορά από τη νησίδα Στρογγυλό σπονδύλων από τους κίονες του εστιατορίου, η οποία χρησιμοποιήθηκαν στην αναστήλωση της κοινοστοιχίας, μετά την συμπλήρωσή τους με νέο υλικό. Εκτός από τις απαιτητικές χειρωνακτικές μαρμαροτεχνικές εργασίες, πραγματοποιείται και η αντιγραφή των επιφανειών θραύσης των αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών για την κατασκευή συμπληρωμάτων από νέο μάρμαρο με τη μέθοδο του σημειοθέτη και τη βοήθεια γύψινων εκμαγείων. Επίσης, γίνεται σάρωση (σκανάρισμα) των αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών με φωτογραμμετρική μέθοδο για την παραγωγή τρισδιάστατων ηλεκτρονικών μοντέλων, από τα οποία  παράγονται τα μοντέλα των αντίστοιχων συμπληρωμάτων από νέο μάρμαρο με τη χρήση ρομποτικού παντογράφου λάξευσης μαρμάρου (CNC). Η συγκόλλησή τους με τα αρχαία μέλη ολοκληρώνεται στο εργοτάξιο στο Δεσποτικό και αποτελεί μία από τις πιο χρονοβόρες και απαιτητικές εργασίες. 

Εκτός από τις αναστηλωτικές εργασίες, μείζονος σημασίας για την προστασία του αρχαιολογικού χώρου είναι το έργο της ανάδειξης του και της μετατροπής του σε οργανωμένο επισκέψιμο χώρο, προσβάσιμο στο ευρύ κοινό. 

Το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό σύνολο του ναού και του εστιατορίου αποτελεί δείγμα ιδιότυπης κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής των αρχαϊκών χρόνων που ακριβές παράλληλό του δεν έχει έως τώρα βρεθεί. Η αξία του δεν έγκειται μόνο στην αρχαιολογική και ιστορική αξία του, αλλά στη διαχρονικότητα του, στην επιβίωσή του μέσα στους αιώνες. Έτσι, η αναστήλωση και η γενικότερη ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου έχουν χαρακτήρα αισθητικό, προστατευτικό και βαθιά διδακτικό, αφού με την ολοκλήρωσή τους ένα τόσο σημαντικό και ιδιαίτερο μνημείο θα γίνει προσιτό και αναγνώσιμο σε όλους, ντόπιους και ξένους επισκέπτες, με σημαντικά ανταποδοτικά οφέλη για την ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Σήμερα, σχεδόν δυόμιση χιλιετίες μετά, εξατίας της αποκάλυψης του ιερού στη θέση Μάντρα, αλλά και των πρωτοκυκλαδικών θέσεων στα Ζουμπάρια και το Λιβάδι, το Δεσποτικό είναι κυρηγµένος αρχαιολογικός χώρος από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, ενώ παράλληλα προστατεύεται και από τη δασική υπηρεσία λόγω της ιδιαίτερης κυκλαδικής βλάστησης. Έτσι, παρουσιάζει ένα μοναδικό πλεονέκτημα που στερούνται οι περισσότεροι αρχαιολογικοί χώροι στα νησιά, αφού δεν βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με ένα σύγχρονο οικιστικό πυρήνα και το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον διατηρούνται σχεδόν ανέπαφα. 

Είναι σαφές ότι ένας τέτοιος αρχαιολογικός χώρος πρέπει να διατηρήσει την αυθεντικότητα του και να προστατευθεί από οποιαδήποτε μορφή παρέμβασης που θα αλλοίωνε το χαρακτήρα του. Όλοι οι άνθρωποι του Δεσποτικού οραματίζονται την ολοκλήρωση της ανασκαφής και τη δημοσίευση της, καθώς και την αποπεράτωση του έργου της αναστήλωσης και της ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου σε  ένα μοναδικό βιωματικό αρχαιολογικό πάρκο.

Κάπου με μικρά γράμματα ή σε κατηγορία Χορηγοι-Υποστηρικτές: Οι εργασίες ανασκαφής, συντήρησης, ανάδειξης και αναστήλωσης συνεχίζονται έως σήμερα υπό την αιγίδα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, με σημαντικές χορηγίες Ιδρυμάτων (ΑΙΓΕΑΣ ΑΜΚΕ, Ίδρυμα Π&Α Κανελλοπούλου, Ίδρυμα Α. Λεβέντη,  Ίδρυμα Ι.Λάτση, Alpha Bank κ.α.), Συλλόγων (Σύλλογος «Φίλοι της Πάρου»), πολλών ιδιωτών και του Δήμου Αντιπάρου, η συμβολή του οποίου σε όλη τη διάρκεια του έργου έχει υπάρξει καθοριστική. Σημαντική όλα αυτά τα χρόνια έχει υπάρξει και η συνεργασία της ομάδας με επιχειρηματίες από την Αντίπαρο και την Πάρο. 

Aρχαιολόγοι: Ίλια Νταϊφά, Δρ.Αλεξάνδρα Αλεξανδρίδου, Dr. Bob Sutton, Εrika Angliker, Ναταλία Βέλλη, Dr. Caspar Meyer, Dr. Christy Constantakopoulou, Δρ. Δημήτρης Παλαιοθόδωρος, Κωνσταντίνα Φράγκου, Μανώλης Πετράκης, Dr. Isabelle Algrain, Χαρίκλεια Διαμαντη, Ανάστασιος Λαμπράκης.

Aρχιτεκτονες: Prof.Aenne Ohnesorg, Γουλιέλμος Ορεστίδης, Δρ.Κατερίνα Παπαγιάννη, Στέλλα Γρηγοριάδου,  Andrew Gipe.

Μηχανικοί:  Δρ. Δημήτρης Εγγλέζος, Δρ. Έλενα Τουμπακάρη, Β. Παπαβασιλείου

Συντηρητές: Γιώργος Καράμπαλης, Κώστας Αλεξίου, Βαϊτσα Παπαζήκου

Γεωλόγος: Dr. Erich Draganits

Εργάτες: Θοδωρής Βελέντζας, Γιώργος Μπιλίρης/ Εθελοντές: Τάκης Ευσταθιανός

Μαρμαροτεχνίτες: Χρήστος Μπληγιάννος, Γιώργος Παλαμάρης, Ηλίας Σιψάς, Γιαννούλης Σκαρής,  Βαγγέλης Χατζής, Παναγιώτης Ζεστανάκης, Λουκάς Ιωάννου, Γιώργος Κοντονικολάου, Μηνάς Μαραβέλιας, Μάρος Αρμάος