Γεωγραφία και μορφολογία

Τα ανεμοδαρμένα νησιά του Αιγαίου δεν είναι παρά οι ψηλότερες κορυφές μιας ξηράς που συνέδεε στο μακρινό παρελθόν τη νοτιοανατολική Ευρώπη με τη δυτική Ασία και περιλάμβανε ολόκληρη τη σημερινή Ελλάδα, το Αιγαίο Πέλαγος, τη δυτική Μικρά Ασία και την Κύπρο. Η καταβύθισή της άρχισε πριν από τέσσερα εκατομμύρια χρόνια. Το νοτιοανατολικό τμήμα της Αιγηίδας κατακλύστηκε από τη θάλασσα, δημιουργώντας το γαλανό Αιγαίο. Πάνω από την επιφάνεια του νερού απέμειναν μόνο τα ψηλότερα τμήματα των οροσειρών, τα νησιά του Αιγαίου.

Στο κεντρικό και νότιο Αιγαίο, μεταξύ της Πελοποννήσου και της Δωδεκανήσου, βρίσκεται ένα νησιωτικό συγκρότημα από 30 μεγάλα, κατοικημένα νησιά και 190 περίπου νησάκια. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν τα νησιά αυτά Κυκλάδες και πίστευαν ότι η Δήλος, το μεγάλο θρησκευτικό κέντρο της αρχαιότητας, αποτελούσε το κέντρο τους.

Το 1210 οι Βενετοί ονόμασαν το χώρο αυτό “Αρχιπέλαγος” (Arcipelago), από τις ελληνικές λέξεις αρχι- (πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων, το οποίο προέρχεται από το ρήμα άρχω και έχει την έννοια των πρωτείων, της υπεροχής) και πέλαγος.

Αγκαλιασμένα από τα βαθυγάλανα νερά του Μυρτώου Πελάγους στα δυτικά, του Κρητικού στα νότια, του Ικάριου στα ανατολικά και του Καρπάθιου στα νοτιοανατολικά, κατάσπαρτα σε μία θαλάσσια έκταση 8000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, οι Κυκλάδες είναι τα νησιά του αιγαιοπελαγίτικου ήλιου.

Στο κέντρο τους, ανάμεσα στη Νάξο και τη Σίφνο, βρίσκεται το νησιωτικό συγκρότημα Πάρου – Αντιπάρου, δύο νησιών με εντυπωσιακά τοπία και πλούσια ιστορία.

Από την πρωτεύουσα της Πάρου, την όμορφη Παροικία, ο δρόμος προς τα δυτικά, που οδηγεί στην Αλυκή, διχάζεται κι ο ένας κλάδος του οδηγεί στον παραδοσιακό παραλιακό οικισμό της Πούντας. Από τον μικρό της όρμο μπορεί κανείς να θαυμάσει απέναντί του ολόκληρη σχεδόν τη βόρεια ακτή της Αντιπάρου και τα κάτασπρα σπιτάκια του μοναδικού χωριού του νησιού, της Αντιπάρου ή Κάστρου. Από δω ήταν παλιά κι ο ευκολότερος δρόμος να φτάσεις στην Αντίπαρο…”Αν ανοίξεις διάπλατα τη πόρτα του μικρού ξωκλησιού στην παριανή Πούντα, έφτασες στην Αντίπαρο…”ακόμα λένε οι γηραιότεροι, καθώς οι Αντιπαριώτες καϊκτσήδες που έβλεπαν την ανοικτή πόρτα ήξεραν – έθιμο πανάρχαιο – πως κάποιος τους περίμενε να τον φέρουν στο νησί τους.

Η Αντίπαρος, η αρχαία Ωλίαρος, μία από τις μικρότερες κατοικημένες Κυκλάδες, εκτείνεται πολύ κοντά στα νοτιοδυτικά παράλια της Πάρου – από την οποία την χωρίζει το Στενό της Αντιπάρου, πλάτους 500 – 1000μ. και βάθους τεσσεράμισι – και ανατολικά της Σίφνου, σε απόσταση 13 ναυτικών μιλίων από το ανατολικότερο ακρωτήριό της, το Νάπου. Περιβάλλεται από μια ομάδα ακατοίκητων μικρών νησιών. Σημαντικότερα από αυτά είναι το Δεσποτικό, το Στρογγυλό, το Διπλό και ο Κάβουρας.

Το σχήμα της Αντιπάρου είναι επίμηκες, ακανόνιστο, και καταλήγει σε δύο μύτες (άκρες), το ακρωτήριο Βορεινό στο Βορρά και το ακρωτήριο Πεταλίδα στο Νότο. Το μήκος της ανάμεσα στις δύο αυτές άκρες είναι δωδεκάμισι χιλιόμετρα και το μέγιστο πλάτος της 5,5 χιλιόμετρα. Η έκτασή της είναι 35 τετραγωνικά χιλιόμετρα περίπου και το μήκος της ακτογραμμής της 57 χιλιόμετρα.

Από την άποψη της φυσικής γεωγραφίας, το νησί διακρίνεται σε δύο μέρη. Το πιο ήμερο και φιλόξενο βόρειο τμήμα και το βραχώδες και άγριο κεντρικό και νότιο.

Στο μέσο σχεδόν του βόρειου τμήματος είναι χτισμένη η πόλη της Αντιπάρου. Στα νοτιοανατολικά της, πίσω ακριβώς από την εκπληκτική αμμουδιά της Ψαραλυκής, μια μικρή έκταση, όσο ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, πλημμυρίζει από τη θάλασσα το χειμώνα σχηματίζοντας μια ρηχή λιμνούλα. Το καλοκαίρι, η λιμνούλα ξεραίνεται και μετατρέπεται σε μια άσπρη – σαν χιονισμένη – έκταση, μια φυσική αλυκή. Εδώ κι εκεί προβάλουν ταπεινά παράξενα φυτά, τα αλόφυτα, τα μόνα που μπορούν να αναπτυχθούν σε τέτοια αλατούχα εδάφη. Πιο νότια, το έδαφος είναι λοφώδες και σ’ αυτό κυριαρχούν δύο υψώματα, ο Σταυρός (136μ.) και ο Προφήτης Ηλίας (133μ.). Νοτιότερα εκτείνεται μια πεδινή έκταση, ο Κάμπος, που χωρίζει το βόρειο τμήμα από το υπόλοιπο νησί.

Η υπόλοιπη Αντίπαρος είναι άγονη και άγρια, με ογκώδη, απόκρημνα υψώματα. Ο σημαντικότερος ορεινός όγκος είναι ο Προφήτης Ηλίας, περίπου στο μέσο του νησιού, ο οποίος καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο τμήμα του. Στο κέντρο σχεδόν της Αντιπάρου δεσπόζει η ομώνυμη κορυφή του βουνού, η ψηλότερη της Αντιπάρου (299μ.). Από τον κεντρικό αυτόν πυρήνα, διάφορες ψηλές ράχες προεκτείνονται μέχρι την ακτή, προς τα δυτικά.

Η Αντίπαρος υδρεύεται κυρίως από φρεάτια νερά, ενώ επιφανειακά ύδατα συναντώνται μόνο με τη μορφή χειμάρρων. Όμως, οι κάτοικοι δούλεψαν με επιμέλεια όση καλλιεργούμενη γη υπήρχε στο νησί τους, μετατρέποντας το βόρειο κυρίως τμήμα της Αντιπάρου σε εύφορο χωράφι.

Καλλιεργούν κυρίως δημητριακά και αμπέλια, αλλά και οπωροφόρα, όπως συκιές, λεμονιές και πορτοκαλιές. Ασχολούνται, επίσης, με την κτηνοτροφία, εκτρέφοντας αιγοπρόβατα, και χρησιμοποιούν μάλιστα το νησάκι Διπλό και, κυρίως, το Δεσποτικό ως βοσκοτόπους.

Άλλος σημαντικότερος οικονομικός κλάδος της Αντιπάρου είναι η αλιεία. Η Αντίπαρος είναι ο σημαντικότερος χταποδότοπος των Κυκλάδων, και το λιαστό, ψητό χταπόδι είναι εκλεκτός μεζές για το ούζο που σερβίρεται στα ταβερνάκια του Κάστρου.

Παρά την αρχαία ονομασία της Ωλίαρος που σημαίνει “δασώδης”, σήμερα η Αντίπαρος είναι ουσιαστικά γυμνή και η φυσική βλάστησή της αποτελείται από αγριολούλουδα και φρύγανα, όπως θυμάρια και θαμνώδη κυπαρισσοειδή. Μόνο σε μερικά σημεία συναντώνται λίγα κέδρα και σκίνα, καθώς και λίγα μικρά θαλασσόπευκα, υπολείμματα της πυκνής βλάστησης που κάλυπτε κατά το παρελθόν το νησί. Η Αντίπαρος είναι επίσης πασίγνωστη για τα αγριοκούνελά και τα αγριοπερίστερά της.

Από το Κάστρο μπορεί κανείς να κάνει με το καΐκι το γύρο του νησιού και να γνωρίσει πολλές μικρές και έρημες παραλίες που αποκαλύπτουν τη γεωλογική ιστορία του νησιού. Τα πετρώματα που αποτελούν την Αντίπαρο, και πολλά από τα Κυκλαδονήσια, ανήκουν και στις τρεις κατηγορίες πετρωμάτων που διακρίνουν οι γεωλόγοι. Υπάρχουν, δηλαδή, ηφαιστειογενή, ιζηματογενή και μεταμορφωσιγενή πετρώματα.

Στο κεντρικό τμήμα και στις ράχες των υψωμάτων του νησιού, επικρατούν τα ιζηματογενή και τα μεταμορφωσιγενή πετρώματα, όπως ασβεστόλιθοι, λεπτοσχιστώδεις γνεύσιοι με πρασινωπό μαρμαρυγία και κρυσταλλοπαγείς σχιστόλιθοι. Το νότιο τμήμα της Αντιπάρου, το Δεσποτικό και το Στρογγυλό αποτελούνται από όξινες λάβες και μικρές ποσότητες ηφαιστειογενών τόφφων, περλίτη, οψιδιανού κ.ά. Από όξινα επίσης ηφαιστειογενή πετρώματα αποτελείται και μέρους του βόρειου τμήματος του νησιού, μέρος του Διπλού, καθώς και τα Σπυριδονήσια. Ολόκληρη η περιοχή της Αντιπάρου, άλλωστε, περιλαμβάνεται στο ηφαιστειακό τόξο του Αιγαίου, στο οποίο παρουσιάστηκε έντονη δραστηριότητα ακόμα και στη νεώτερη εποχή.

Ο ορυκτός πλούτος της Αντιπάρου είναι σημαντικός. Αρχικά ανακαλύφθηκε, στις δυτικές πλαγιές του Προφήτη Ηλία, κοίτασμα λειμονίτη, από τον οποίο εξαγόταν σίδηρος, με θύλακες σμιθσονίτη, από τον οποίο εξαγόταν ψευδάργυρος.

Οι μεταλλευτικές εργασίες στο νησί άρχισαν το 1873, όταν το κράτος παραχώρησε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία, η οποία άρχισε την εξόρυξη μεταλλεύματος ψευδαργύρου (καλαμίνα) στη θέση “Κακή Σκάλα”. Το 1990 ανέλαβε τα μεταλλεία η Γαλλική Εταιρεία Λαυρίου, που δημιούργησε στην Αντίπαρο σημαντικές εγκαταστάσεις με κτίρια, γραφεία, μηχανήματα, καθώς και σιδηρόδρομο για τη μεταφορά των μεταλλευμάτων ως τη θάλασσα. Από το 1902 έως το 1920, από τα μεταλλεία της Αντιπάρου εξορύχθηκαν 45894 τόνοι μεταλλευμάτων. Οι τελευταίες μεταλλευτικές εργασίες στο νησί – εξόρυξη μμολύβδου – διεξήχθησαν την περίοδο 1952 – 1956. Τη μεταλλευτική δραστηριότητα στο νησί μαρτυρούν τα νεκρά πια μεταλλεία σιδήρου στις θέσεις “Χατζοβούνι” και “Μπατάγιες”, υδραργύρου στις θέσεις “Κακή Σκάλα” και “Σαν Πιέρος”, μολύβδου στις θέσεις “Βαρβαρόσσα”, “Πρασσοβούνι” και “Τσομπαναρού”, μολύβδου στις θέσεις “Άγιος Γεώργιος” και “Ρενιέρη”, μαγγανίου στις “Μαγγανιές.

Πηγή:
Κοινότητα Αντιπάρου (έκδ. χ.χ.), Αντίπαρος