Γάμος

Με πρωταγωνιστές ερωτευμένα ζευγάρια, κάθε χρόνο τελούνται στην Αντίπαρο δεκάδες γάμοι. Ο έρωτας είναι μυστήριο της ζωής, ο γάμος εκκλησιαστικό και το γοητευτικά μυστηριώδες νησί μας προσφέρει το τέλειο σκηνικό, για το ξεκίνημα της νέας οικογένειας.

Οι εκκλησιές συνδέονται με την ιστορία του τόπου, γι’ αυτό και δένουν αρμονικά στο χώρο διακοσμώντας τους άγριους βράχους, τις πλαγιές, τον οικισμό και τα παράλια.

Λειτουργούν και τα πενήντα (50), περίπου, εκκλησάκια και ξωκλήσια του νησιού, καθώς η ορθόδοξη παράδοση διατηρείται ακέραιη στους Αντιπαριώτες. Τη φροντίδα τους επιμελούνται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους οικογένειες κατοίκων, ο Δήμος Αντιπάρου και βέβαια η Εκκλησία.

ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ – Ή αλλιώς το “πριν” μας…

Μέχρι το 1930 ο γάμος, το γλέντι και η στεφάνωση γίνονταν στο σπίτι της νύφης.

Πριν το γάμο έπρεπε να είχε συμφωνηθεί και “γραφτεί” η προίκα. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η νύφη να έχει σπίτι. Πολλοί γάμοι έχουν χαλάσει για δυο ρίζες αμπέλι!

Το βράδυ του Σαββάτου συγκεντρώνονταν οι στενοί συγγενείς, πήγαινε ο καθένας ό,τι είχε, ψωμί, μακαρόνια, κρέας και έτρωγαν όλοι μαζί. Με το γάλα έφτιαχναν ρυζόγαλο και το κερνούσαν μετά το φαγητό. Άλλο κέρασμα ήταν το γλυκό σταφύλι.

Την Κυριακή γίνονταν δύο τραπέζια, το μεσημέρι και το βράδυ, ενώ το απόγευμα γινόταν η “στεφάνωση”. Τη Δευτέρα το πρωί “σήκωναν” τη νύφη. Όλοι οι καλεσμένοι πήγαιναν, με βιολιά, έξω από την πόρτα των νιόνυμφων. Τραβούσαν αμανέ και έλεγαν σατυρικά τραγούδια. Ακολουθούσε τραπέζι.

Μετά από 8 μέρες, το επόμενο δηλαδή Σάββατο, γινόταν ο Αντίγαμος, επίσης με βιολιά και γλέντι. Την Κυριακή το πρωί ο γαμπρός με τη νύφη πήγαιναν στην εκκλησία. Μετά, έφερναν τον παπά στο σπίτι, ευλογούσε τα στέφανα και τα τοποθετούσαν στη στεφανοθήκη.

Από το 1930 και μετά, άρχισαν να γίνονται οι γάμοι στα καφενεία και να καλούν περισσότερο κόσμο. Μια βδομάδα πριν το γάμο, έβγαιναν οι συμπεθέρες με τις “κανέστρες” (μεγάλα ψάθινα καλάθια) ή πήγαιναν στα σπίτια των συγγενών και μάζευαν πιάτα, κουταλοπίρουνα, ποτήρια, τραπεζομάντηλα, τα οποία επέστρεφαν μετά το γάμο. Οι συγγενείς πρόσφεραν ό,τι φαγώσιμο είχαν.

Το Σάββατο το βράδυ γινόταν τραπέζι και μεγάλο γλέντι.

Την Κυριακή στις 10 το πρωί “έστρωναν” το νυφικό κρεβάτι και τραγουδούσαν σχετικούς στίχους, κάτι που γίνεται μέχρι σήμερα:

“Έλα Χριστέ και Παναγιά με τον Μονογενή σου
στο αντρόγυνο που θα γενεί, να δώσεις την ευχή σου.
Για στρώσετε το νυφικό και βάλτε τα σεντόνια,
τ’ αντρόγυνο που θα γενεί να ζήσει χίλια χρόνια.
Για στρώσετε το νυφικό και βάλτε την κουβέρτα
κι ελάτε να το ράνουμε μ’ ολόχρυσα κουφέτα…”

Στο τέλος έριχναν στο κρεβάτι ρύζι, κουφέτα, χρήματα και ένα μωρό, συνήθως αγόρι.

Το μεσημέρι γινόταν άλλο τραπέζι με κοκκινιστό κατσίκι και μακαρόνια. Στις 4 το απόγευμα γινόταν η στεφάνωση με πολλά “σμπάρα”.

Στο τέλος, οι καλεσμένοι όλοι χαιρετούσαν τους νεόνυμφους και έβαζαν χρήματα σε ένα δίσκο. Ήταν η λεγόμενη “φέρτα”.

Ακολουθούσε ο χορός της νύφης στο καφενείο. Κερνούσαν κουραμπιέδες, τσικουδιά και από τρία κουφέτα.

Όλοι οι καλεσμένοι χόρευαν τη νύφη και έδιναν χρήματα στα βιολιά, ξεκινώντας από τους πιο στενούς συγγενείς.

Μετά από αυτό, οι άνδρες έπαιρναν τα βιολιά και γύριζαν στους δρόμους του χωριού, χόρευαν, κερνούσαν στα σπίτια και στα καφενεία, ώσπου να στρωθούν τα τραπέζια για το βραδινό.

Το φαγητό ήταν πάντα σούπα κόκκινη από κατσίκι που μαγειρευόταν σε μεγάλα καζάνια και σε φωτιά με ξύλα. Τη Δευτέρα το πρωί σήκωναν το ζευγάρι με τραγούδια, χορό, μεζεδάκια και τσικουδιά. Το απόγευμα, γύριζαν με τα βιολιά σε όλα τα σπίτια των καλεσμένων, χόρευαν και τραγουδούσαν.

Πηγή:

Σύλλογος Γυναικών Αντιπάρου (έκδ. 2010), Μαεροτσκαλίσματα – Γεύσεις και Αρώματα από την Αντίπαρο., 37-39.